πρωτόπραστος

πρωτόπραστος
-ον, Μ
(για τον όφι ως πρώτο ένοχο) αυτός που πρώτος διενήργησε αγοραπωλησία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)-* + πιπράσκω «πουλώ»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”